σιγανοπαπαδιά — η μοχθηρός και πονηρός άνθρωπος που υποκρίνεται τον αγαθό και φρόνιμο: Αυτήν τη σιγανοπαπαδιά να τη φοβάσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγανοπαπαδίτσα — η, Ν [σιγανοπαπαδιά] (με επιτιμ. σημ.) υποκορ. τού σιγανοπαπαδιά … Dictionary of Greek
σιγαλοπαπαδιά — η, Ν βλ. σιγανοπαπαδιά … Dictionary of Greek
σιγανοπόταμο — το, Ν μτφ. (για πρόσ.) σιγανοπαπαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγανός + ποτάμι] … Dictionary of Greek
σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… … Dictionary of Greek
Φραγκοπαναγιά — η 1. η Παναγία των Φράγκων (των καθολικών). 2. μτφ. (ειρωνικά), γυναίκα που εμφανίζεται σεμνή, σιγανοπαπαδιά, σιγανό ποτάμι, σιγανοπόταμο, αθώα περιστερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγαλοπαπαδιά — η βλ. σιγανοπαπαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)